- επιρρικνος
- ἐπίρρικνοςἐπί-ρρικνος2несколько сухопарый, худощавый
(σκήλη Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σκήλη Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επίρρικνος — ἐπίρρικνος, ον (Α) [ρικνός] αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐπίρρικνα — ἐπίρρικνος fine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)